- δύνηται
- мог
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
δύνηται — δύναμαι to be able pres subj mp 3rd sg δύ̱νηται , δύω 2 cause to sink pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Number of the Beast — For other uses, see Number of the Beast (disambiguation). The number of the beast is 666 by William Blake. The Number of the Beast (Greek: Άριθμὸν τοῦ θηρίου, Arithmon tou Thēriou) is a term … Wikipedia
Nombre de la Bête — Papyrus 115, La flèche rouge indique ΧΙΣ (616), le nombre de la Bête Le nombre de la Bête ou chiffre de la Bête[1] est contenu dans l Apocalypse de Jean, au chapitre 13, verset 18. Ce nombre est … Wikipédia en Français
Число зверя — … Википедия
OSTIARIUS — secundus ordo in Ecclesia, iuxta Hieronymum. Isidor. Iun. Ad Ostiarium pertinent claves Ecclesiae, ut claudat et aperiat templum Dei, et omnia, quae sunt intus, extraque custodiat, fideles excipiat, excommunicatos et infideles proiciat.… … Hofmann J. Lexicon universale
επαναστρέφω — (Α ἐπαναστρέφω) [στρέφω] (αμτβ.) επανέρχομαι, γυρίζω πίσω, επιστρέφω νεοελλ. στρέφω κάτι προς τα πίσω, τό ξαναγυρίζω μσν. 1. (για ομιλία) επανέρχομαι 2. (για καιρό) έχω γυρίσματα, ξαναγυρίζω αρχ. μσν. (για ποταμό) επιστρέφω, αλλάζω διεύθυνση τής… … Dictionary of Greek
παρακειμένως — Α επίρρ. 1. κοντά, παράλληλα, παραδίπλα («φησὶ σκύφον εἶναι παρακειμένως ἔχοντα τὰ ὦτα καθάπερ αἱ διάπρῳροι τῶν νεῶν», Αθήν.) 2: μετά από αυτά, έπειτα 3. με όμοιο τρόπο, ομοίως 4. με ευκολία, εύκολα, με ετοιμότητα, εκ τού προχείρου («ἵνα ἑτοίμως… … Dictionary of Greek
στρωτήρας — ο / στρωτήρ, ῆρος, ΝΑ πλάγια δοκός τής στέγης προσαρτημένη στη μεγάλη ή κεντρική δοκό νεοελλ. δοκός στην οποία στερεώνονται οι σιδηροτροχιές, κν. τραβέρσα αρχ. 1. δοκός η οποία τοποθετείται εγκάρσια πάνω σε άλλη 2.στον πληθ. οἱ στρωτῆρες η… … Dictionary of Greek
συναθροίζω — ΝΜΑ [αθροίζω] συγκεντρώνω πρόσωπα, ζώα ή πράγματα στο ίδιο μέρος για τον ίδιο σκοπό (α. «συναθροίζει τα χρήματα σε ένα συρτάρι» β. «συναθροίζειν ἀγέλην», Βάβρ. γ. «τὸ κάταγμα λαβόντας δεῡρο ξυνάγειν καὶ ξυναθροίζειν εἰς ἕν», Αριστοφ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek